συνοδεύσει — συνόδευσις travelling in company fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνοδεύσεϊ , συνόδευσις travelling in company fem dat sg (epic) συνόδευσις travelling in company fem dat sg (attic ionic) συνοδεύω travel in company aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Φήμιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα.… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
βιντεοκλίπ — (video clip). Σύντομη και περιεκτική κινηματογραφική σύνθεση, προορισμένη να συνοδεύσει με εντυπωσιακή εικόνα ένα μουσικό κομμάτι. Έλκει την αισθητική του από την τέχνη της διαφήμισης, αφού χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για την προώθηση ενός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κομβάβος — Μυθολογικός ήρωας. Αναφέρεται ως ευνοούμενος του Σελευκίδη βασιλιά της Συρίας, Αντίοχου A’, ο οποίος τον επιφόρτισε να συνοδεύσει τη σύζυγό του, Στρατονίκη, και πολλούς εργάτες στην Ιεράπολη, για να χτίσουν εκεί ναό αφιερωμένο στην Ήρα. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek
Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… … Dictionary of Greek
Ξενίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός μισθοφόρων στην υπηρεσία του Κύρου του Νεότερου, από την Αρκαδία. Είχε συνοδεύσει τον Κύρο ως αρχηγός της σωματοφυλακής του στο ταξίδι του στα Σούστα το 405 π.Χ., όταν εκείνος πήγε να επισκεφτεί τον άρρωστο… … Dictionary of Greek
Πυλάδης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος γνωστός για τη φιλία και αφοσίωσή του προς τον Ορέστη. Ο Π. ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στροφίου και της Αναξίβιας, όπου είχε σταλεί ο Ορέστης μετά τον φόνο του πατέρα… … Dictionary of Greek
Σλέγκελ, Φρήντριχ φον- — (Schlegel). Γερμανός συγγραφέας, κριτικός και θεωρητικός (1772 1829). Διαθέτοντας μεγαλύτερη διαίσθηση και βαθύτητα σκέψης από τον αδελφό του ‘Αουγκουστ Βίλχελμ, ο Σ. είναι αντίθετα λιγότερο συστηματικός, και στην ποικιλία των ενδιαφερόντων του… … Dictionary of Greek